- Ἐπαίνετον
- Ἐπαίνετοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαινετόν — ἐπαινετός to be praised masc acc sg ἐπαινετός to be praised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Iglesia — Para otros usos de este término, véase Iglesia (desambiguación). Columna de Marciano, en Estambul, donde está dibujado un lábaro Contenido 1 … Wikipedia Español
непохвальныи — (5*) пр. 1.Недоброжелательный: забытливъ ѹбо ѥсти и непохваленъ (ἀχοριστος) ГА XIII–XIV, 178г. 2. Предосудительный: слеза хладна лѹчьше смѣха непохвална. (γέλωτος οὐ καλοῦ δοκρυον ἐπαινετόν) Пч κ. XIV, 82; непохвальна˫а средн. мн. в роли с.: вѣси … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επαινετός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ναύαρχος του Πτολεμαίου του Λάγου (4ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον στρατηγό Άγι, κατέστειλε την επανάσταση που ξέσπασε το 312 π.Χ. στην Κυρήνη. 2. Συγγραφέας έργων μαγειρικής (1ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται από τον Αθήναιο.… … Dictionary of Greek